χονδράκανθα

χονδράκανθα
χονδράκανθος
with cartilaginous skeleton
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χονδράκανθος — η, ο / χονδράκανθος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χονδράκανθος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κωπήποδων καρκινοειδών αρχ. αυτός που έχει ακανθώδη σκελετό («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + άκανθος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”